- παρασυνάπτομαι
- παρασυν-άπτομαι, [voice] Pass.,A to be connected by a causal particle, Crinis Stoic.3.269 ;
[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον Ph.1.321
, cf. A.D.Synt.8.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.